- εποχούμαι
- (ε) ехать; переезжать; перевозиться (на лошадях, в повозке, в экипаже)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εποχούμαι — (AM ἐποχοῡμαι, έομαι) [οχούμαι] μετακινούμαι με μεταφορικό μέσο («μὴ μὲν’ τοῑς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος Τρώων», Ομ. Ιλ.) μσν. 1. κάθομαι επάνω 2. κατευθύνομαι αρχ. 1. (για αρσ. ζώα) οχεύω, βατεύω 2. (για εξαρθρωμένα κόκαλα) στηρίζομαι στο… … Dictionary of Greek
ἐποχοῦμαι — ἐποχέομαι be carried upon pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐποχέομαι be carried upon pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
επόχησις — ἐπόχησις, ἡ (Α) [εποχούμαι] το να εποχείται κάποιος … Dictionary of Greek
εφιππεύω — ἐφιππεύω (Α) 1. προσβάλλω με το ιππικό, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου έφιππος 2. επιβαίνω, εποχούμαι 3. (για ζώα) οχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππεύω] … Dictionary of Greek
συνεποχούμαι — έομαι Μ [ἐποχοῡμαι] ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο όχημα, συνταξιδεύω … Dictionary of Greek